- συνδιαστείλῃ
- σύν-διαστέλλωput asunderaor subj mid 2nd sgσύν-διαστέλλωput asunderaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιαστέλλω — ΜΑ διαστέλλω, αντιδιαστέλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἵνα μετὰ τῆς ποιότητος τοῡ χαρακτῆρος συνδιαστείλῃ τὸ γένος», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. παθ. συνδιαστέλλομαι (για τους πνεύμονες και το στήθος) διαστέλλομαι, φουσκώνω ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek